κουρευτρια

κουρευτρια
    κουρεύτρια
     парикмахерша Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κουρευτρια" в других словарях:

  • κουρεύτρια — κουρεύτρια, ἡ (Α) βλ. κουρευτής …   Dictionary of Greek

  • κουρεύτρια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CHARMIONE — Cleopatrae ancilla, spontaneam Dominae mortem imitata. Plut. in Anton. Graece χάρμιον scribitur, vel χαρμιόμη, vel χαρμιουνώ. Plut. in Antonino, Εἴρας ἡ Κλεοπάτρας κουρεύτρια καὶ Χάρμιον, ὑφ᾿ ὧν τὰ μέγιςτα διονικεῖται τῆς ἡγεμονίας, Iras… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κουρευτής — ο (ΑM κουρευτής, οῡ, Α θηλ. κουρεύτρια) [κουρεύς] αυτός που κόβει τα μαλλιά ανθρώπων ή κουρεύει το τρίχωμα ζώων …   Dictionary of Greek

  • κωρία — κωρία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) η κουρεύτρια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»